- ψυχασθενής
- -ές, Ναυτός που έχει ψυχασθένεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ασθενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχασθενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από ψυχασθένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασθενής — ές (AM ἀσθενής, ές) 1. ο άρρωστος 2. ο αδύναμος αρχ. 1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος») 2. ο ασήμαντος 3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε… … Dictionary of Greek
πυρπολώ — πυρπολῶ, έω, ΝΜΑ βάζω φωτιά σε κάποιον ή σε κάτι και τον καταστρέφω εντελώς, απανθρακώνω (α. «ο ψυχασθενής πυρπόλησε με πετρέλαιο τη γυναίκα του» β. «τὶς ἡμῶν πυρπολεῑ τὴν οἰκείαν;», Αριστοφ.) αρχ. 1. ανάβω φωτιά και τη διατηρώ 2. επιτίθεμαι… … Dictionary of Greek
ψυχασθενικός — ή, ό, Ν [ψυχασθενής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχασθένεια («ψυχασθενικό σύμπτωμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ψυχασθένεια … Dictionary of Greek